- απομαραινομαι
- ἀπομαραίνομαιἀπο-μᾰραίνομαιблекнуть, увядать или утихать, угасать Xen., Plat., Arst., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπομαραινομένων — ἀπομαραίνομαι pres part mp fem gen pl ἀπομαραίνομαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαραινόμενον — ἀπομαραίνομαι pres part mp masc acc sg ἀπομαραίνομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαρανεῖ — ἀπομαραίνομαι fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀπομαραίνομαι fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαραίνει — ἀπομαραίνομαι pres ind mp 2nd sg ἀπομαραίνομαι pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαραίνοντι — ἀπομαραίνομαι pres part act masc/neut dat sg ἀπομαραίνομαι pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαραίνουσιν — ἀπομαραίνομαι pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀπομαραίνομαι pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεμαραίνετο — ἀπομαραίνομαι imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεμαράνθη — ἀπομαραίνομαι aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεμαράνθησαν — ἀπομαραίνομαι aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαραινομένη — ἀπομαραίνομαι pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαραινομένην — ἀπομαραίνομαι pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)